λεπτολόγως

λεπτολόγως
λεπτολόγως (Α)
επίρρ. βλ. λεπτολόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτολόγως — λεπτόλογος speaking subtly adverbial λεπτόλογος speaking subtly masc/fem acc pl (doric) λεπτολόγος adverbial λεπτολόγος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτολόγος — ο (Α λεπτολόγος, ον) αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες αρχ. αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο. επίρρ... λεπτολόγως (Α) με λεπτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”